ημιψυγής

ημιψυγής
ης, ες, ημίψυκτος, ος , ον полузамороженный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ημιψυγής" в других словарях:

  • ημιψυγής — ἡμιψυγής, ές (AM) μισοκρυωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ψύγω / ψύχω] …   Dictionary of Greek

  • ἡμιψυγῆ — ἡμιψυγής half dried neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἡμιψυγής half dried masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἡμιψυγής half dried masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιψυγές — ἡμιψυγής half dried masc/fem voc sg ἡμιψυγής half dried neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιψυγέσιν — ἡμιψυγής half dried masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»